εκβαθύνω

εκβαθύνω
(Μ ἐκβαθύνω)
νεοελλ.
1. κάνω κάτι βαθύ ή βαθύτερο
2. εργάζομαι για εκβάθυνση
μσν.
φέρνω επάνω κάτι από μεγάλο βάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκβαθύνω — υνα, ύνθηκα, κάνω κάτι βαθύτερο από όσο ήταν: Εκβαθύνουν το λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυθοκορώ — ( έω) [βυθοκόρος] καθαρίζω τον βυθό ή εκβαθύνω θάλασσα ή ποταμό με βυθοκόρο …   Dictionary of Greek

  • εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”